ηλεκτροτεχνίτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτροτεχνίτρια < ηλεκτροτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροτεχνίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ηλεκτροτεχνίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ηλεκτροτεχνίτης
ηλεκτροτεχνίτρια
|