ηλεκτροβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτροβιομηχανία < ηλεκτρο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτροβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή ηλεκτρικών μηχανών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροβιομηχανία
|