ηδονολάτρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηδονολάτρισσα < θηλυκό του ηδονολάτρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηδονολάτρισσα θηλυκό
- η ηδονίστρια, αυτή που λατρεύει τις ηδονές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηδονολάτρισσα
|