Δείτε επίσης: ἡγουμένισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγουμένισσα οι ηγουμένισσες
      γενική της ηγουμένισσας
    αιτιατική την ηγουμένισσα τις ηγουμένισσες
     κλητική ηγουμένισσα ηγουμένισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηγουμένισσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡγουμένισσα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηγούμενος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηγουμένισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία