ηγουμένισσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηγουμένισσα | οι | ηγουμένισσες |
γενική | της | ηγουμένισσας | — | |
αιτιατική | την | ηγουμένισσα | τις | ηγουμένισσες |
κλητική | ηγουμένισσα | ηγουμένισσες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηγουμένισσα θηλυκό