ζωόχωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωόχωση | οι | ζωοχώσεις |
γενική | της | ζωόχωσης* | των | ζωοχώσεων |
αιτιατική | τη | ζωόχωση | τις | ζωοχώσεις |
κλητική | ζωόχωση | ζωοχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζωοχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζωόχωση θηλυκό
- η αφύσικη και στερεότυπη συμπεριφορά που συνίσταται στην επανάληψη σταθερών και μονότονων κινήσεων ζώων που βρίσκονται σε αιχμαλωσία
- ※ Η ζωόχωση είναι μια ψυχιατρική νόσος που προκαλεί ασυνήθιστη συμπεριφορά στα ζώα όπως υπερβολή στην καθαριότητα, επαναληπτικές κινήσεις, τικ ... [1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ζωόχωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωόχωση
|