Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωόχωση οι ζωοχώσεις
      γενική της ζωόχωσης* των ζωοχώσεων
    αιτιατική τη ζωόχωση τις ζωοχώσεις
     κλητική ζωόχωση ζωοχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζωοχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωόχωση < αγγλική zoochosis, όρος που δημιούργησε ο Bill Travers το 1992

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωόχωση θηλυκό

  • η αφύσικη και στερεότυπη συμπεριφορά που συνίσταται στην επανάληψη σταθερών και μονότονων κινήσεων ζώων που βρίσκονται σε αιχμαλωσία
    ※  Η ζωόχωση είναι μια ψυχιατρική νόσος που προκαλεί ασυνήθιστη συμπεριφορά στα ζώα όπως υπερβολή στην καθαριότητα, επαναληπτικές κινήσεις, τικ ... [1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία