Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωούλα οι ζωούλες
      γενική της ζωούλας
    αιτιατική τη ζωούλα τις ζωούλες
     κλητική ζωούλα ζωούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωούλα < ζωή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία