ζουρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουρίδα | οι | ζουρίδες |
γενική | της | ζουρίδας | των | ζουρίδων |
αιτιατική | τη | ζουρίδα | τις | ζουρίδες |
κλητική | ζουρίδα | ζουρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζουρίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζουρίδα θηλυκό