Ετυμολογία

επεξεργασία
εὕδω < λείπει η ετυμολογία

εὕδω

  1. πλαγιάζω, κοιμάμαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 405 (στίχοι 404-405)
    ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης | ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,
    Γύρω του αθρόες φώκιες άποδες, κόρες της όμορφης θαλασσινής θεάς, | κι αυτές αφήνουν το ψαρί νερό και δίπλα του πλαγιάζουν,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 6 (1.6)
    εὕδει δ᾽ ἀνὰ σκά- | πτῳ Διὸς αἰετός
    Πάνω στο σκήπτρο του Διός | κοιμάται ο αετός,
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. (για το θάνατο) κοιμούμαι τον ύπνο του θανάτου
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 482 (στίχοι 482-485)
    φράζεσθ᾽ ὡς ὑμῖν Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει | ἔγχει ἐμῷ, ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ | δηρὸν ἄτιτος ἔῃ· τῶ καί τίς τ᾽ εὔχεται ἀνὴρ | γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι.
    Σας έστρωσα τον Πρόμαχον στον ύπνον του θανάτου, | ογρήγορα να εκδικηθώ τον φόνον του αδελφού μου. | Για τούτο καθείς εύχεται, κάποιος ν᾽ απομείνει | αυτάδελφος, εκδικητής, αν συμφορά τον έβρει».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) (για άνεμο, θάλασσα, κλπ) ηρεμώ, γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω
  4. (μεταφορικά) (για το μυαλό) είμαι ήσυχος, είμαι ευχαριστημένος
  5. (μεταφορικά) (για πρόσωπα) αναπαύομαι, είμαι αδρανής

Εκφράσεις

επεξεργασία