εὐχαριστία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐχαριστίᾱ | αἱ | εὐχαριστίαι |
γενική | τῆς | εὐχαριστίᾱς | τῶν | εὐχαριστιῶν |
δοτική | τῇ | εὐχαριστίᾳ | ταῖς | εὐχαριστίαις |
αιτιατική | τὴν | εὐχαριστίᾱν | τὰς | εὐχαριστίᾱς |
κλητική ὦ! | εὐχαριστίᾱ | εὐχαριστίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχαριστίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχαριστίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐχαριστία < εὐχαριστέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐχαριστία