εὐθραυστότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐθραυστότης | αἱ | εὐθραυστότητες | ||||
γενική | τῆς | εὐθραυστότητος | τῶν | εὐθραυστοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | εὐθραυστότητι | ταῖς | εὐθραυστότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | εὐθραυστότητα | τὰς | εὐθραυστότητας | ||||
κλητική ὦ! | εὐθραυστότης | εὐθραυστότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐθραυστότης θηλυκό