ευθραυστότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευθραυστότητα < εύθραυστος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευθραυστότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εύθραυστου
- Α, η ηρωίδα μου είναι ένα υπέροχο πλάσμα! Μια τρομερά ζωντανή, αν και μοναχική γυναίκα που ακούει φωνές από αόρατα πρόσωπα και ράβει τα εκπληκτικότερα φορέματα για κούκλες. Είναι πονόψυχη μα την ίδια ώρα ικανή για έγκλημα. Τρυφερή, πονηρή, λαίμαργη, ιδεολόγος, διεστραμμένη. Και σπουδαία καλλιτέχνις επίσης, βασικό κι αυτό. Μ' άλλα λόγια, αξιαγάπητη και αξιομίσητη. Και οπωσδήποτε σπάνια, μέσα στην παράξενη ευθραυστότητά της. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευθραυστότητα
|