Δείτε επίσης: εἰρηναία

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ εἰρηναῖ
      γενική τῶν εἰρηναίων
      δοτική τοῖς εἰρηναίοις
    αιτιατική τὰ εἰρηναῖ
     κλητική ! εἰρηναῖ
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εἰρηναῖα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εἰρηναῖος (εἰρηναῖον) στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰρηναῖα, -ων ουδέτερο στον πληθυντικό

  • οι καρποί της ειρήνης
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 6 (Ἐρατώ), 57.1
      ταῦτα μὲν τὰ ἐμπολέμια, τὰ δὲ ἄλλα τὰ εἰρηναῖα κατὰ τάδε σφι δέδοται·
      Αυτά τα προνόμια τους έχουν δοθεί για καιρό πολέμου, ενώ τα άλλα, για τον καιρό της ειρήνης, έχουν ως εξής:
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 6 (Ἐρατώ), 43.1
      καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν·
      Μ᾽ όλ᾽ αυτά βέβαια οι Ίωνες έβλεπαν τα καλά της ειρήνης·
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
εἰρηναῖα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εἰρηναῖα [εἰρηναῖᾰ]

Δείτε επίσης

επεξεργασία