ευαγγελικαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευαγγελικαλισμός < αγγλική evangelicalism < evangelical + -ism
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευαγγελικαλισμός αρσενικό
- Προτεσταντικό κίνημα βασισμένο στον ενεργό προσηλυτισμό και ανανεωμένη σημασία στη Βίβλο το αλάνθαστό της
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευαγγελικαλισμός