ετεροκαθορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροκαθορισμός αρσενικό
- η διαμόρφωση της φυσιογνωμίας ή των ιδεών ενός ατόμου ή συνόλου από εξωγενείς παράγοντες
- ετεροκαθορισμός της προσωπικότητας
- ο ετεροκαθορισμός της ιδεολογικής γραμμής του κόμματος είναι μεγάλο πρόβλημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροκαθορισμός
|