ετεοκρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ετεοκρητικά | ||
γενική | των | ετεοκρητικών | ||
αιτιατική | τα | ετεοκρητικά | ||
κλητική | ετεοκρητικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ετεοκρητικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετεοκρητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετεοκρητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαετεοκρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ετεοκρητικός