Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εσατζής οι εσατζήδες
      γενική του εσατζή των εσατζήδων
    αιτιατική τον εσατζή τους εσατζήδες
     κλητική εσατζή εσατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εσατζής < ΕΣΑ + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσατζής αρσενικό
  • παλαιότερη ονομασία του στρατονόμου είτε αξιωματικού είτε οπλίτη που υπηρετούσε σε κλιμάκια της στρατιωτικής αστυνομίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία