ερυθροσταυρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερυθροσταυρίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερυθροσταυρίτης αρσενικό
- γιατρός που εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερυθροσταυρίτης
|
ερυθροσταυρίτης αρσενικό
|