↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργατοπατερισμός οι εργατοπατερισμοί
      γενική του εργατοπατερισμού των εργατοπατερισμών
    αιτιατική τον εργατοπατερισμό τους εργατοπατερισμούς
     κλητική εργατοπατερισμέ εργατοπατερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργατοπατερισμός < εργατοπατέρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργατοπατερισμός αρσενικό

  • η κατ' επίφαση προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων απο συνδικαλιστές που έχουν στόχο απλώς να καθοδηγούν το συνδικαλιστικό κίνημα, ανάλογα με το προσωπικό ή το κομματικό τους συμφέρον

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία