Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργασιολογία οι εργασιολογίες
      γενική της εργασιολογίας των εργασιολογιών
    αιτιατική την εργασιολογία τις εργασιολογίες
     κλητική εργασιολογία εργασιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργασιολογία < εργασι(α) + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργασιολογία ουδέτερο

  • η επιστήμη / μελέτη της ανθρώπινης εργασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία