Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκεψούλα οι επισκεψούλες
      γενική της επισκεψούλας
    αιτιατική την επισκεψούλα τις επισκεψούλες
     κλητική επισκεψούλα επισκεψούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκεψούλα < επίσκεψ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισκεψούλα θηλυκό

  • (χαϊδευτικά ή ειρωνικά) γρήγορη ή άνευ σημασίας επίσκεψη
    Μη φοβάσαι, πονόδοντος είναι, θα περάσει: μια επισκεψούλα στον οδοντογιατρό για σφράγισμα. Αυτό ειν' όλο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία