επιμαρτυρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμαρτυρία < αρχαία ελληνική ἐπιμαρτῠρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιμαρτυρία θηλυκό
- (νομικός όρος) το αποτέλεσμα του επιμαρτυρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιμαρτυρία
|
επιμαρτυρία θηλυκό
|