Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιμήθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιμήθει
α
οι
επιμήθει
ες
γενική
της
επιμήθει
ας
των
επιμηθει
ών
αιτιατική
την
επιμήθει
α
τις
επιμήθει
ες
κλητική
επιμήθει
α
επιμήθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιμήθεια
<
ελληνιστική κοινή
ἐπιμήθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιμήθεια
θηλυκό
(
λόγιο
)
απρονοησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιμήθεια
→
δείτε
τη λέξη
απρονοησία