↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδεσμολογία οι επιδεσμολογίες
      γενική της επιδεσμολογίας των επιδεσμολογιών
    αιτιατική την επιδεσμολογία τις επιδεσμολογίες
     κλητική επιδεσμολογία επιδεσμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδεσμολογία < επίδεσμο(ς) + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιδεσμολογία θηλυκό

  1. (ιατρική): κλάδος της νοσηλευτικής περί της τεχνικής της επίδεσης των διαφόρων μερών του σώματος είτε επί τραυμάτων, είτε επί άλλων κακώσεων που διαφέρουν μεταξύ τους.
    επιδεσμολογία τραυμάτων, (κεφαλής, κορμού, άκρων), επιδεσμολογία ακινησίας (με νάρθηκα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία