επιδεσμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδεσμολογία < επίδεσμο(ς) + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδεσμολογία θηλυκό
- (ιατρική): κλάδος της νοσηλευτικής περί της τεχνικής της επίδεσης των διαφόρων μερών του σώματος είτε επί τραυμάτων, είτε επί άλλων κακώσεων που διαφέρουν μεταξύ τους.
- επιδεσμολογία τραυμάτων, (κεφαλής, κορμού, άκρων), επιδεσμολογία ακινησίας (με νάρθηκα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδεσμολογία
|