επανιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπανιονισμός αρσενικό
- (κοσμολογία της Μεγάλης Έκρηξης) η διαδικασία κατά την οποία ιονίστηκε εκ νέου η ύλη στο σύμπαν μετά από τις σκοτεινές εποχές
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επανιονισμός