Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επανιονισμός οι επανιονισμοί
      γενική του επανιονισμού των επανιονισμών
    αιτιατική τον επανιονισμό τους επανιονισμούς
     κλητική επανιονισμέ επανιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανιονισμός < επαν- + ιονισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανιονισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία