επανεκλογιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανεκλογιμότητα < επανεκλόγιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανεκλογιμότητα θηλυκό
- (πολιτική) η ιδιότητα του επανεκλόγιμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανεκλογιμότητα
|
επανεκλογιμότητα θηλυκό
|