επαναστικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναστικοποίηση | οι | επαναστικοποιήσεις |
γενική | της | επαναστικοποίησης* | των | επαναστικοποιήσεων |
αιτιατική | την | επαναστικοποίηση | τις | επαναστικοποιήσεις |
κλητική | επαναστικοποίηση | επαναστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναστικοποίηση < επαν- + αστικοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναστικοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναστικοποίηση
|