Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναδιασταύρωση οι επαναδιασταυρώσεις
      γενική της επαναδιασταύρωσης* των επαναδιασταυρώσεων
    αιτιατική την επαναδιασταύρωση τις επαναδιασταυρώσεις
     κλητική επαναδιασταύρωση επαναδιασταυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναδιασταυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναδιασταύρωση < επ- + ανά + διασταύρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαναδιασταύρωση θηλυκό

  • (βιολογία): γενετικός όρος περιγραφής σύζευξης υβριδίου οργανισμού με οργανισμό μητρικού τύπου.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • φέρει διαγνωστικό χαρακτήρα αποκαλύπτοντας το γονότυπο του υβριδίου με ειδικό τεστ καλούμενο διασταύρωση ελέγχου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία