Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίτονος οι επίτονοι
      γενική του επίτονου των επίτονων
    αιτιατική τον επίτονο τους επίτονους
     κλητική επίτονο επίτονοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίτονος< αρχαία ελληνική ἐπίτονος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίτονος αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία