Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίλημμα τα επιλήμματα
      γενική του επιλήμματος των επιλημμάτων
    αιτιατική το επίλημμα τα επιλήμματα
     κλητική επίλημμα επιλήμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

επίλημμα < επι- + λήμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το επίλημμα (el) ουδέτερο

  1. δευτερογενές συναφές άρθρο
    • χρήσιμο άρθρο μα όχι το κυρίως ή όχι εστιασμένο απολύτως σε αυτό που αναζητώ όμως σχετίζεται, το συμπληρώνει ή το ενισχύει
  2. (λογική) δευτερογενής πρόταση που στηρίζει, συμπληρώνει ή πηγάζει από κυρίως λήμμα