Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επίλημμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ετυμολογία el
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
επίλημμα
τα
επιλήμμα
τ
α
γενική
του
επιλήμμα
τ
ος
των
επιλημμά
τ
ων
αιτιατική
το
επίλημμα
τα
επιλήμμα
τ
α
κλητική
επίλημμα
επιλήμμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Προφορά
επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασία
επίλημμα
<
επι-
+
λήμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
το
επίλημμα
(el)
ουδέτερο
δευτερογενές συναφές άρθρο
χρήσιμο άρθρο μα όχι το κυρίως ή όχι εστιασμένο απολύτως σε αυτό που αναζητώ όμως σχετίζεται, το συμπληρώνει ή το ενισχύει
(
λογική
) δευτερογενής πρόταση που στηρίζει, συμπληρώνει ή πηγάζει από κυρίως
λήμμα