εξώπλατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξώπλατο | τα | εξώπλατα |
γενική | του | εξώπλατου | των | εξώπλατων |
αιτιατική | το | εξώπλατο | τα | εξώπλατα |
κλητική | εξώπλατο | εξώπλατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξώπλατο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξώπλατο ουδέτερο
- ρούχο που αφήνει να φαίνεται η πλάτη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξώπλατο
|