Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξτερναλισμός οι εξτερναλισμοί
      γενική του εξτερναλισμού των εξτερναλισμών
    αιτιατική τον εξτερναλισμό τους εξτερναλισμούς
     κλητική εξτερναλισμέ εξτερναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξτερναλισμός < αγγλική externalism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξτερναλισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) η άποψη ότι το περιεχόμενο μιας νοητικής κατάστασης δεν καθορίζεται μόνο από ότι βρίσκεται μέσα στο κεφάλι αυτού που τη σκέφτεται, αλλά από αυτό στο οποίο η νοητική κατάσταση αναφέρεται, δηλαδή εξαρτάται και από εξωτερικούς παράγοντες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία