εντατικολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντατικολογία < εντατικολόγος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντατικολογία θηλυκό
- (ιατρική) η ειδικότητα του εντατικολόγου
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντατικολογία
|
εντατικολογία θηλυκό
|