Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενάρθρωση οι εναρθρώσεις
      γενική της ενάρθρωσης* των εναρθρώσεων
    αιτιατική την ενάρθρωση τις εναρθρώσεις
     κλητική ενάρθρωση εναρθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναρθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενάρθρωση < εν- + άρθρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενάρθρωση θηλυκό

  • (ανατομία): η φωλιάζουσα άρθρωση οστών, όπου το σφαίρωμα της άκρης ενός οστού κινείται μέσα σε μια κάψα άκρης άλλου οστού που το περιβάλλει, όπως π.χ. η άρθρωση του άνω άκρου του μηριαίου οστού στην κοτύλη της πυελικής ζώνης.

  Μεταφράσεις επεξεργασία