Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμετοδοχείο τα εμετοδοχεία
      γενική του εμετοδοχείου των εμετοδοχείων
    αιτιατική το εμετοδοχείο τα εμετοδοχεία
     κλητική εμετοδοχείο εμετοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμετοδοχείο < εμετός + δοχείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμετοδοχείο ουδέτερο

  1. δοχείο για να κάνει κανείς εμετό (εξοπλισμός πλοίου ή νοσοκομείου)
    Να υπάρχουν καλάθι αχρήστων, τεφροδοχεία και υποδοχές, εμετοδοχείων με ισάριθμα των επιβατών κατάλληλα εμετοδοχεία (ΦΕΚ Α61 1995)

  Μεταφράσεις επεξεργασία