ελαιοαπορροφητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαιοαπορροφητικότητα < ελαιοαπορροφητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελαιοαπορροφητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ελαιοαπορροφητικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαιοαπορροφητικότητα
|