↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτοκισμός οι εκτοκισμοί
      γενική του εκτοκισμού των εκτοκισμών
    αιτιατική τον εκτοκισμό τους εκτοκισμούς
     κλητική εκτοκισμέ εκτοκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτοκισμός < εκ + τοκισμός ‹ τοκίζω ‹ τόκος]:

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκτοκισμός αρσενικό

  1. είναι το πρόσθετο ποσό που προσδοκά να λάβει ο δανειστής από τον οφειλέτη μετά τη λήξη (ωρίμανση) του δανείου
    Ο κος Λάμδα δάνεισε στην τράπεζα Ζήτα €30,000 (όσο είναι και το ποσό στον καταθετήριο λογαριασμό προθεσμίας). Ο κος Λάμδα δεν έχει αγγίξει το λογαριασμό εδώ και 3 χρόνια. Επομένως, σε τρία χρόνια έλαβε πίσω €30,000 που είναι το αρχικό κεφάλαιο και επιπλέον €1,000 εκτοκισμό, που είναι ουσιαστικά το άθροισμα των τόκων αυτών των τριών ετών για ένα δεδομένο επιτόκιο.
  2. ο έντοκος δανεισμός, δηλαδή να δανείζει ή να δανείζεται κανείς με τόκο, ο τοκισμός
    τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η εκκλησία απαγόρευε τον εκτοκισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία