εκτοκισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτοκισμός < εκ + τοκισμός ‹ τοκίζω ‹ τόκος]:
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκτοκισμός αρσενικό
- είναι το πρόσθετο ποσό που προσδοκά να λάβει ο δανειστής από τον οφειλέτη μετά τη λήξη (ωρίμανση) του δανείου
- Ο κος Λάμδα δάνεισε στην τράπεζα Ζήτα €30,000 (όσο είναι και το ποσό στον καταθετήριο λογαριασμό προθεσμίας). Ο κος Λάμδα δεν έχει αγγίξει το λογαριασμό εδώ και 3 χρόνια. Επομένως, σε τρία χρόνια έλαβε πίσω €30,000 που είναι το αρχικό κεφάλαιο και επιπλέον €1,000 εκτοκισμό, που είναι ουσιαστικά το άθροισμα των τόκων αυτών των τριών ετών για ένα δεδομένο επιτόκιο.
- ο έντοκος δανεισμός, δηλαδή να δανείζει ή να δανείζεται κανείς με τόκο, ο τοκισμός
- τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η εκκλησία απαγόρευε τον εκτοκισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτοκισμός
|