Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκοσμίκευση οι εκκοσμικεύσεις
      γενική της εκκοσμίκευσης* των εκκοσμικεύσεων
    αιτιατική την εκκοσμίκευση τις εκκοσμικεύσεις
     κλητική εκκοσμίκευση εκκοσμικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκοσμικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκοσμίκευση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκκοσμίκευση θηλυκό

  • η διαδικασία μετατροπής μιας κοινωνίας στηριγμένης σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένες θρησκευτικές αξίες και κανόνες σε μια κοινωνία κοσμική, άθρησκη, βασιζόμενη σε κοσμικές αξίες και θεσμούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία