εικονολήπτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικονολήπτρια < εικονολήπτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικονολήπτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη εικονολήπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εικονολήπτρια
|
εικονολήπτρια θηλυκό
|