εθνικόφρονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνικόφρονας < εθνικόφρων + -ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνικόφρονας αρσενικό (για τα άλλα γένη → δείτε τη λέξη εθνικόφρων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνικόφρονας
|
εθνικόφρονας αρσενικό (για τα άλλα γένη → δείτε τη λέξη εθνικόφρων)
|