εθνικοσοσιαλίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθνικοσοσιαλίστρια < εθνικοσοσιαλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
εθνικοσοσιαλίστρια θηλυκό (αρσενικό: εθνικοσοσιαλιστής)
- η οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνικοσοσιαλίστρια