εβολουσιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εβολουσιονισμός < αγγλική evolutionism
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εβολουσιονισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εβολουσιονισμός
|