Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόνα οι δόνες
      γενική της δόνας
    αιτιατική τη δόνα τις δόνες
     κλητική δόνα δόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική donna

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία