δυφιοαυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυφιοαυλός < σύνθετη λέξη δυφί-ο + αυλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυφιοαυλός αρσενικό
- (τηλεπικοινωνίες), (ISDN) νοητός σωλήνας μεταξύ πελάτη και τηλεπικοινωνιακού φορέα μέσα από τον οποίο «ρέουν» τα δυφία της επικοινωνίας
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυφιοαυλός