Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπροφερσιμότητα οι δυσπροφερσιμότητες
      γενική της δυσπροφερσιμότητας των δυσπροφερσιμοτήτων
    αιτιατική τη δυσπροφερσιμότητα τις δυσπροφερσιμότητες
     κλητική δυσπροφερσιμότητα δυσπροφερσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσπροφερσιμότητα < δυσ- + προφέρσιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσπροφερσιμότητα θηλυκό

  • χαρακτηριστικό λέξης που έχει δυσκολία στην προφορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία