δραμεντί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραμεντί < γαλλική dramédie < drame (< λατινική drama < αρχαία ελληνική δρᾶμα (αντιδάνειο)) + comédie (< λατινική comoedia < αρχαία ελληνική κωμῳδία (αντιδάνειο) < κῶμος + ᾠδή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδραμεντί θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός) (θέατρο) ελαφρό θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό είδος με δραματικά στοιχεία αλλά και ορισμένα κωμικά / εύθυμα