Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρακολίμνη οι δρακολίμνες
      γενική της δρακολίμνης των δρακολιμνών
    αιτιατική τη δρακολίμνη τις δρακολίμνες
     κλητική δρακολίμνη δρακολίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρακολίμνη < δράκος + λίμνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρακολίμνη θηλυκό

  • (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται σε ορεινές κοιλότητες, με υψόμετρο περίπου 2000 μέτρα, από το λιώσιμο χιονιού.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η ονομασία έχει δοθεί κατά λαογραφική αντίληψη λόγω του συνηθέστερα απρόσιτου σημείου της δημιουργίας της.

  Μεταφράσεις επεξεργασία