δραγάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δραγάνα | οι | δραγάνες |
γενική | της | δραγάνας | των | δραγανών |
αιτιατική | τη | δραγάνα | τις | δραγάνες |
κλητική | δραγάνα | δραγάνες | ||
γενική πληθυντικού και δραγάνων | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δραγάνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδραγάνα θηλυκό
- ονομασία θαλάσσιου σκάφος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δραγάνα
|