δουλικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δουλικότης | αἱ | δουλικότητες | ||||
γενική | τῆς | δουλικότητος | τῶν | δουλικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δουλικότητι | ταῖς | δουλικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δουλικότητα | τὰς | δουλικότητας | ||||
κλητική ὦ! | δουλικότης | δουλικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δουλικότης < δουλικ(ός)- + -ότης & → δείτε τη λέξη δουλικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδουλικότης θηλυκό