↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοντία οι δοντίες
      γενική της δοντίας των δοντιών
    αιτιατική τη δοντία τις δοντίες
     κλητική δοντία δοντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοντία < δόντι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοντία θηλυκό

  • (αργκό): δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία