↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοθιήν οἱ δοθιῆνες
      γενική τοῦ δοθιῆνος τῶν δοθιήνων
      δοτική τῷ δοθιῆν τοῖς δοθιῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δοθιῆν τοὺς δοθιῆνᾰς
     κλητική ! δοθιήν δοθιῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοθιῆνε
γεν-δοτ τοῖν  δοθιήνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοθιήν < άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοθιήν, -ῆνος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «δοθιήνας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.